- γούρικος, -η
- γούρικος, -η και -ια, -ο αυτός που φέρνει γούρι: Αυτός ο αριθμός είναι γούρικος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ευτυχής — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Υπήρξε μαθητής του Ιωάννη του Θεολόγου. Η μνήμη του τιμάται στις 24 Αυγούστου. 2. Επίσκοπος Μελιτινής. Η μνήμη του τιμάται στις 28 Μαΐου. II (Κωνσταντινούπολη 378 – 454; μ.Χ.). Ιδρυτής της αίρεσης… … Dictionary of Greek
καλοπίχερος — και καλοπίχειρος, η, ο (Μ καλοπίχερος, η, ον) 1. αυτός που έχει καλό χερικό, γούρικος, τυχερός, αίσιος 2. αυτός που γίνεται εύκολα νεοελλ. 1. εύπορος 2. φιλήσυχος, ήπιος, μαλακός μσν. 1. κατάλληλος 2. αυτός που έχει ευγενική καταγωγή 3. έντιμος,… … Dictionary of Greek
σεφτές — ο, Ν 1. η πρώτη πώληση τής ημέρας, καθώς και τα χρήματα που εισπράττονται από αυτήν 2. φρ. α) «κάνω σεφτέ» i) κάνω την πρώτη πώληση τής ημέρας, εισπράττω τα πρώτα χρήματα ii) συνεκδ. αρχίζω ένα έργο, μια δουλειά β) «έχει καλό σεφτέ» φέρνει γούρι … Dictionary of Greek